Αγορά Χοιρινού Κρέατος
Η απόφαση Μπόλαρη έρχεται να εναρμονίσει την ελληνική με την κοινοτική νομοθεσία και να βάλει φρένο σε κακοδαιμονίες ετών με αποτέλεσμα να αλλάξουν τα δεδομένα για το ελληνικό χοιρινό κρέας.
Συγκεκριμένα, νέες προοπτικές ανοίγονται για το χοίρειο κρέας, μετά την έκδοση απόφασης από τον αναπληρωτή υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάρκο Μπόλαρη, ώστε οι Έλληνες παραγωγοί που παράγουν ποιοτικό χοιρινό, να μπορούν να εισπράξουν την υπεραξία του.
Η χώρα μας έχει τεράστιο διατροφικό έλλειμμα στα χοιρινά, καθώς παράγει μόλις 40% των αναγκών της. Δεν υπήρχαν επιδοτήσεις για τον κλάδο και τα κόστη είναι μεγάλα για μία παραγωγική μονάδα, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να στρέφονται συνήθως σε άλλες εκτροφές ή προϊόντα. Οι ελληνοποιήσεις, η χαμηλή τιμή σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές των ζωοτροφών αλλά και τις ζωονόσους, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. Ωστόσο, γίνεται προσπάθεια σήμερα και να ανανεωθεί το ζωικό κεφάλαιο με καθαρόαιμα, και να υπάρξουν ποιοτικές κατηγορίες, παρότι ο ΦΠΑ στο 24% είναι αγκάθι για την ανάπτυξη του κλάδου.
Η τιμή παραγωγού χοίρειου κρέατος είναι κοντά στο 1,15 – 1,25 ευρώ το κιλό ζων βάρος, αλλά έχει συμβεί να κατέβει και στο 1,10 ευρώ. Ευρωπαϊκή έκθεση για την παραγωγή χοιρινού, έδειξε πως η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις κι έχει αρνητική μεταβολή στο χοίρειο κρέας, -7,8%!
Η υπουργική απόφαση ανακοινώθηκε στις 19 Μαΐου 2016, υπό τον… βαρύγδουπο τίτλο «Καθορισμός των αναγκαίων συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1249/2008 της Επιτροπής και της αριθμ. 2010/642/ΕΕ απόφασης της Επιτροπής σχετικά με την ταξινόμηση των σφάγιων χοίρων και την κοινοποίηση των σχετικών τιμών». Έρχεται να εναρμονίσει την ελληνική με την κοινοτική νομοθεσία και να βάλει φρένο σε κακοδαιμονίες ετών. Στην Ευρώπη, το χοίρειο κρέας ταξινομείται σε 6 ποιοτικές κατηγορίες, όπως μας εξήγησε ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), αρμόδιος για τα χοιρινά, Γιώργος Διδάγγελος, αλλά:
• Παράγοντες της αγοράς έβρισκαν πάτημα στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ποιοτική ταξινόμηση, με αποτέλεσμα οι Έλληνες παραγωγοί χοιρινού, είτε είχαν καλές μονάδες και πρόσεχαν το προϊόν τους είτε όχι, να μπαίνουν στην ίδια μοίρα. Και, κυρίως, να μη μπορούν να πάρουν την υπεραξία του προϊόντος, καθώς υπήρχαν εταιρείες που, εκμεταλλευόμενες αυτή τη στρέβλωση της Ελλάδας, έστελναν αρκετές φορές υποδεέστερης ποιότητας εισαγόμενα χοιρινά.
• Σε αυτό συνέτεινε, όπως λέει, κι «ο τρόπος επεξεργασίας στα τυποποιητήρια κι η έλλειψη ταξινόμησης στα εγχώρια σφαγεία. Η Ελλάδα κατά κανόνα δεν είχε τον κατάλληλο εξοπλισμό για να τα μετρήσει και να τα κατηγοριοποιήσει, ώστε να φτάνει στον καταναλωτή το γουρουνάκι χωρίς τρίχα. Στο εξωτερικό στην κυριολεξία τα κάνουν μαδητά τα γουρουνάκια, καθώς τα περνούν από τον αποτριχωτή, ενώ εδώ γδέρνονται. Τα γδαρμένα ζώα πωλούνταν στην ίδια τιμή, ανεξάρτητα από την ποιότητα του κρέατος». Η δεύτερη αυτή στρέβλωση είχε ως αποτέλεσμα το ελληνικό χοιρινό να πηγαίνει συχνά στην ίδια κατηγορία, με τα χειρότερα χοιρινά κρέατα της αλλοδαπής, ενώ οι συνθήκες εκτροφής μπορεί να ήταν τελείως διαφορετικές κι η ποιότητα του εγχώριου κρέατος εξαιρετική.
• Το τρίτο σημείο είναι πως, καθώς δεν υπήρξαν ποιοτικές διαβαθμίσεις, ούτε ο καταναλωτής γνώριζε τι έπαιρνε, απλά εμπιστευόταν το ένστικτό του. Γι’ αυτό βλέπουμε πως αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια μικρές παραγωγές και ελληνικές εταιρίες τεμαχισμού, τυποποίησης και αλλαντικών, που μπορεί να χρεώνουν κάτι παραπάνω, αλλά είναι προσεγμένο το προϊόν τους.
Γενετική βελτίωση
Το τελευταίο διάστημα γίνεται μια προσπάθεια για γενετική βελτίωση στα χοιρινά. Ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες, πάνω από 30 κυρίως μεσαίοι και μεγάλοι παραγωγοί έχουν προχωρήσει στην οργανωμένη γενετική βελτίωση του ζωικού τους κεφαλαίου, κυρίως με τεχνητή σπερματέγχυση, σε χοιρομάνες Λαντράς. Στη χώρα μας, κυρίαρχες φυλές γουρουνιών είναι οι Landrace (Λαντράς) και Large White (Λαρτζ Γουάιτ), ενώ τελευταία υπάρχει η τάση και για ντόπιο μαύρο χοίρο.
Οι εκτιμήσεις για το ελληνικό ζωικό κεφάλαιο σε χοιρινά διαφέρουν. Μερικοί μιλούν για 50.000 και άλλοι για 60.000 χοιρομητέρες και μια παραγωγή που κυμαίνεται περίπου στο 1,2 με 1,5 περίπου εκατομμύρια χοιρινά. Η αγορά προτιμά χοιρινά κοντά στα 100 κιλά ζώντος βάρους. Με φυσική γονιμοποίηση, ένας κάπρος μπορεί να γονιμοποιήσει κοντά στις 20 χοιρομητέρες, ενώ με τεχνητή σπερματέγχυση μπορεί να γονιμοποιήσει γύρω στις 100. Μονάδες χοιρινού υπάρχουν κυρίως σε Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα (κυρίως Εύβοια), Πελοπόννησο, Κρήτη, Κεντρική Μακεδονία.
Στην ΕΕ
Η ΕΕ παράγει περίπου 17,8 εκατ. τόνους χοίρειου κρέατος κάθε χρόνο και είναι η 2η μεγαλύτερη παραγωγός μετά την Κίνα. Πρωταθλήτριες στην παραγωγή χοίρου είναι η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες και η Δανία. Παλαιότερη έκθεση της Επιτροπής Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρει, ότι η μεγάλη αναταραχή στην αγορά χοιρινού συνέβη το 2001, με την εμφάνιση αφθώδους πυρετού στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη συνέχεια στην Ιρλανδία, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες. Αναταραχή στην παγκόσμια αγορά υπήρξε και με την πανώλη των χοίρων το 2015.